- καλοργώνω
- καλόργωσα, καλοργώθηκα, καλοργωμένος, οργώνω καλά: Το χωράφι αυτό δεν είναι καλοργωμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοργώνω — οργώνω καλά, βαθιά … Dictionary of Greek